σπιταρόνα

σπιταρόνα
η, Ν
μεγάλο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγεθ. σπιτ-άρα + κατάλ. -όνα (πρβλ. χελιδ-όνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπιταρόνα — η μεγάλο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιτάρα — η, Ν [σπίτι] μεγάλο σπίτι, σπιταρόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”